ο Θεός έσωσε τον γάμο της
Προσευχή για έναν ευτυχισμένο γάμο: ο Θεός έσωσε τον γάμο της
Όταν η Τζινγιού ήταν δύο μηνών, δόθηκε σε άλλη οικογένεια για να τη μεγαλώσει. Οι θετοί γονείς της τη μεταχειρίζονταν σαν δική τους κόρη και οι δύο θετοί αδελφοί της την αγαπούσαν βαθιά. Αφού γνώρισε τον κόσμο, η θετή μητέρα της τής αποκάλυψε τίνος παιδί ήταν. Μολονότι η Τζινγιού γνώριζε ότι δεν ήταν παιδί των θετών γονιών της, ένιωθε τυχερή που η θετή μητέρα της και η οικογένειά της ήταν ευγενικοί μαζί της. Έτσι, ήταν αποφασισμένη να αντιμετωπίζει τους θετούς γονείς της με απόλυτο σεβασμό όταν μεγάλωσε. Οι θετοί γονείς συμπαθούσαν πάρα πολύ την Τζινγιού και συχνά της έλεγαν: «θα σε κάνω νύφη μου όταν είσαι αρκετά μεγάλη». Όμως η Τζινγιού δεν έδινε καμία προσοχή στα λόγια αυτά, καθώς ήταν πολύ μικρή τότε.
Όταν η Τζινγιού ήταν 16 χρονών, η θετή μητέρα της ήθελε να αρραβωνιαστεί με τον μικρότερο θετό αδελφό της Τζούνζε. Όμως η Τζινγιού φερόταν στον Τζούνζε σαν να ήταν πραγματικός αδελφός της. Πώς θα μπορούσε μια αδελφή και ένας αδελφός να παντρευτούν; Η Τζινγιού δεν συμφώνησε, όμως η θετή μητέρα της έκλαψε και είπε ότι δεν περίμενε ότι η Τζινγιού θα ήταν ανυπάκουη αφού την είχε αναθρέψει για τόσο πολύ καιρό. Η Τζινγιού τα έχασε. Εξήγησε, λοιπόν, στον Τζούνζε την κατάσταση. Ο Τζούνζε είπε: «Μπορείς να προσποιείσαι ότι συμμορφώνεσαι με το αίτημα της μαμάς μας και αργότερα θα σε πάω σε άλλο μέρος να δουλέψεις. Τότε, μπορείς να ψάξεις έναν άνδρα που σου αρέσει κι εγώ, από την πλευρά μου, μπορώ να ψάξω ένα κορίτσι που μου αρέσει. Όταν παντρευτώ, η μαμά μας δεν θα έχει κανένα λόγο να σου ζητάει να με παντρευτείς. Θα είμαστε αδελφός και αδελφή για πάντα και η μαμά μας δεν θα είναι λυπημένη. Δεν θα ικανοποιεί τον καθένα μας αυτό;» Βρίσκοντας ότι αυτό που είπε ο αδελφός της ήταν λογικό, η Τζινγιού συμμορφώθηκε με το αίτημα της μητέρας της.
Στη συνέχεια, ο Τζούνζε πήγε πραγματικά σε άλλο μέρος να εργαστεί μαζί με την Τζινγιού. Ένα χρόνο αργότερα, ο Τζούνζε επέστρεψε σπίτι λόγω κάποιων υποθέσεων. Η Τζινγιού εξακολούθησε να μένει στο άλλο μέρος για τη δουλειά της. Εκείνη ακριβώς την εποχή, η Τζινγιού συναντήθηκε με ένα αγόρι στην εταιρεία της που ονομάζονταν Τάο. Κάθε μέρα, ο Τάο την πήγαινε ως το σπίτι της. Πολύ καιρό αργότερα, κι οι δύο συμπαθούσαν ο ένας τον άλλον και η Τζινγιού συμφώνησε μάλιστα να παντρευτεί τον Τάο. Όταν πλησίαζε το Φεστιβάλ της Άνοιξης, η Τζινγιού επέστρεψε σπίτι της και είπε στη θετή μητέρα της τα πάντα σχετικά με τον Τάο. Όμως η θετή μητέρα της αντιτάχθηκε σθεναρά στη σχέση της μαζί του. Εκτός αυτού, ζήτησε από την Τζινγιού να παντρευτεί τον Τζούνζε. Η Τζινγιού δεν είχε άλλη επιλογή παρά να στραφεί στον Τζούνζε. Ωστόσο, ούτε ο Τζούνζε δεν μπορούσε να αποδεχτεί το γεγονός. Κλειδώθηκε στο δωμάτιό του και δεν έπινε ούτε έτρωγε. Προσπάθησε ακόμη και να αυτοκτονήσει. Η Τζινγιού ανακάλυψε την απόπειρά του εγκαίρως και τον εμπόδισε. Ο Τζούνζε έκλαψε και είπε: «Σου φέρομαι εδώ και καιρό σαν να ήσουν το κορίτσι μου. Η αγάπη είναι εγωιστική. Ξέρω ότι δεν μπορώ να σε εμποδίσω να παντρευτείς τον Τάο. Επιπλέον, δεν θέλω να σε αναγκάσω να παντρευτείς εμένα. Δεν θέλω όμως και να ζήσω μέσα στη δυστυχία. Δεν μου μένει λοιπόν παρά να τερματίσω τη ζωή μου. Τότε θα μπορείς να ζήσεις με τον Τάο». Όταν άκουσε τα λόγια του Τζούνζε, η Τζινγιού εξεπλάγη. Αν και δεν αγαπούσε τον Τζούνζε, δεν ήθελε να τον βλέπει να ζει μέσα στη δυστυχία. Δεν μπορούσε απλώς να κάθεται εκεί και να παρακολουθεί τον αδελφό της να κάνει ανοησίες! Όταν η θετή γιαγιά της έμαθε τα νέα, γονάτισε μπροστά στην Τζινγιού και την παρακάλεσε να παντρευτεί τον Τζούνζε. Εκείνη τη στιγμή, η Τζινγιού ένιωσε απόλυτη απελπισία. Ήξερε ότι δεν θα ήταν ευτυχής ακόμη κι αν παντρευόταν τον άνδρα που αγαπούσε, εάν συνέβαινε κάτι κακό στη μητέρα και τον αδελφό της επειδή έφυγε. Σε αυτήν την περίπτωση, θα το είχε στη συνείδησή της για πάντα. Η Τζινγιού δεν είχε άλλη επιλογή παρά να διαλέξει την οικογενειακή θαλπωρή και να εγκαταλείψει την αγάπη. Στο τέλος, παντρεύτηκε τον Τζούνζε και διέκοψε τις σχέσεις με το Τάο για να ανακουφιστεί ο Τζούνζε.
Μετά τον γάμο, η Τζινγιού έκανε μωρό και όλη η οικογένεια ήταν ευτυχισμένη. Όμως η Τζινγιού δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένη. Εξακολουθούσε να μην μπορεί να ξεχάσει τον Τάο. Η Τζινγιού σκεφτόταν συχνά: «Λένε: "όλα θα πάνε καλά, και ο καθένας θα έχει το ταίρι του". Γιατί δεν μπορώ να ζήσω με τον Τάο;» Πίστευε ότι o Τζούνζε κατέστρεψε την ευτυχία της. Έτσι δεν μπορούσε να αποδεχθεί τον Τζούνζε, όσο καλά κι αν της φερόταν. Νόμιζε ότι ήταν η μεγαλύτερη δυστυχία αν δεν μπορούσε να ζήσει με τον άνδρα που αγαπούσε. Μερικές φορές ένιωθε τόσο πόνο που ήθελε να αυτοκτονήσει. Σκεφτόταν ότι μόνον ο θάνατος θα μπορούσε να την ελευθερώσει πλήρως. Όταν όμως σκεφτόταν ότι το παιδί της ήταν ακόμη πολύ μικρό, δεν μπορούσε παρά να εγκαταλείψει την ιδέα. Συχνά φώναζε προς τον ουρανό: «Θεέ μου! Σώσε με Σε παρακαλώ! Γιατί πονάω τόσο;» Για να ανακουφιστεί από τον πόνο της, η Τζινγιού κατέφευγε συχνά στο ποτό σε κάποια μέρη διασκέδασης. Έπαιρνε μάλιστα επίτηδες και τις στενές φίλες της σπίτι για να κάνει πόλεμο νεύρων στον σύζυγό της. Έβλεπαν ο ένας τον άλλον σαν περαστικό κι ο γάμος τους ήταν έτοιμος να διαλυθεί.
Ακριβώς τη στιγμή που η Τζινγιού πονούσε τόσο κι ήταν αβοήθητη, η φίλη της τής κήρυξε το ευαγγέλιο του Θεού και της διάβασε τον λόγο Του: «Εν αγνοία των ανθρώπων, ο Σατανάς περνάει πολλά μηνύματα σαν κι αυτό, κάνοντας τους ανθρώπους να νιώθουν υποσυνείδητα ότι όλα αυτά είναι σωστά ή ωφέλιμα. Χωρίς να το καταλαβαίνουν, οι άνθρωποι ακολουθούν αυτόν τον δρόμο, ασυνείδητα καθοδηγούνται από τα ίδια τους τα ιδανικά και τις φιλοδοξίες. [...] Αποπλανημένοι από τον Σατανά, διαβαίνουν τον δρόμο που τους έχει χαράξει, χωρίς να το καταλαβαίνουν. Καθώς διαβαίνουν αυτόν τον δρόμο, εξαναγκάζονται να αποδεχτούν τους κανόνες του Σατανά για τη ζωή. Χωρίς να το καταλαβαίνουν και έχοντας πλήρη άγνοια, αναπτύσσουν τους δικούς τους κανόνες για τη ζωή, όμως αυτοί δεν είναι τίποτα άλλο από τους κανόνες του Σατανά, οι οποίοι ενσταλάχτηκαν με τη βία στο μυαλό τους». «Οι άνθρωποι τρέφουν πολλές αυταπάτες για τον γάμο πριν τον δοκιμάσουν οι ίδιοι, ενώ όλες αυτές οι αυταπάτες είναι όμορφες. Οι γυναίκες φαντάζονται πως το άλλο τους μισό θα είναι ο πρίγκιπας του παραμυθιού, ενώ οι άντρες φαντάζονται πως θα παντρευτούν τη Χιονάτη. Οι φαντασιώσεις αυτές δείχνουν πως κάθε άνθρωπος έχει ορισμένες απαιτήσεις από τον γάμο, το δικό του σύνολο αιτημάτων και προτύπων. Παρόλο που στην πονηρή αυτή εποχή, οι άνθρωποι βομβαρδίζονται συνεχώς με διαστρεβλωμένα μηνύματα για τον γάμο, τα οποία δημιουργούν ακόμα περισσότερες απαιτήσεις και δίνουν στους ανθρώπους κάθε λογής φορτία και περίεργες νοοτροπίες, κάθε άνθρωπος που έχει δοκιμάσει τον γάμο γνωρίζει πως, όπως κι αν τον κατανοεί κάποιος, όποια στάση κι αν κρατά προς αυτόν, ο γάμος δεν είναι θέμα ατομικής επιλογής».
Μέσα από τον λόγο του Θεού και τη συναναστροφή της φίλης της, η Τζινγιού κατάλαβε ότι ο λόγος που πονούσε τόσο ήταν επειδή είχε επηρεαστεί από τις θεωρίες που έλεγαν ότι «Η αγάπη είναι πάνω από όλα», «Όλα θα πάνε καλά, και ο καθένας θα έχει το ταίρι του» και από τις ιστορίες τέλειας αγάπης στα τηλεοπτικά δράματα, που την έκαναν να ζει με ψευδαισθήσεις όσον αφορά την αγάπη. Θεωρούσε τον Τάο το τέλειο γοητευτικό πριγκιπόπουλο και σκεφτόταν ότι θα ήταν ευτυχισμένη αν μπορούσε να τον παντρευτεί, κάτι που την έκανε να είναι συνεχώς δυσαρεστημένη με την παρούσα ζωή της. Ήθελε να χωρίσει τον Τζούνζε και να μείνει με τον Τάο. Παραδόθηκε μάλιστα στο ποτό και είχε μια ψυχροπολεμική στάση απέναντι στον σύζυγό της προκειμένου να ξεφεύγει από την πραγματικότητα, γεγονός που έκανε και τους δυο τους να ζουν μέσα στη δυστυχία. Τότε, η Τζινγιού αισθάνθηκε ανακούφιση. Στην πραγματικότητα, ο λόγος που πονούσε τόσο δεν ήταν επειδή ο Τζούνζε κατέστρεψε την ευτυχία της, αλλά επειδή ήταν επηρεασμένη από τις κακές τάσεις και έτσι ζούσε με ψευδαισθήσεις. Αυτή ήταν η πηγή του πόνου της. Η Τζινγιού χάθηκε στις σκέψεις της: «τη σημερινή εποχή, πάρα πολλοί άνθρωποι, οι οποίοι επηρεάζονται από τις τάσεις του Σατανά, πιστεύουν τυφλά ότι «Η αγάπη είναι πάνω από όλα». Θα αφιερώσουν τα πάντα γι' αυτή, και μάλιστα θα προβούν σε αυτοκτονία, κάτι που θα προξενήσει ανεπανόρθωτη οδύνη και πόνο στους ίδιους και την οικογένειά τους. Όλες αυτές οι τραγωδίες προκαλούνται από τις κακές τάσεις του Σατανά. Χωρίς την καθηγεσία του λόγου του Θεού, δεν θα το έβλεπα αυτό καθόλου καθαρά και δεν θα ελευθερωνόμουν από τον πόνο». Όταν τα σκέφτηκε αυτά, η Τζινγιού ένιωσε ευγνώμων για τον Θεό μέσα από την καρδιά της.
www.freepik.com
Αργότερα, η Τζινγιού διάβασε τον λόγο του Θεού: «Υπό την κυριαρχία του Δημιουργού, δύο ξεχωριστοί άνθρωποι που μοιράζονται μια συνδεδεμένη μοίρα, συνάπτουν σταδιακά γάμο και γίνονται, ως εκ θαύματος, οικογένεια ή «δύο ακρίδες που κρατιούνται σφιχτά από το ίδιο σχοινί». Έτσι, όταν κάποιος συνάπτει γάμο, το ταξίδι του στη ζωή θα επηρεάσει και θα αγγίξει το άλλο του μισό και, παρομοίως, το ταξίδι του συντρόφου του στη ζωή θα επηρεάσει και θα αγγίξει τη δική του μοίρα στη ζωή. [...] Ένας γάμος δεν είναι το προϊόν των οικογενειών των δύο μελών, των συνθηκών στις οποίες μεγάλωσαν, των εμφανίσεων, των ηλικιών, των ιδιοτήτων, των ταλέντων τους και άλλων παραγόντων· αντιθέτως, προέρχεται από μια κοινή αποστολή και μια συνδεδεμένη μοίρα. Αυτή είναι η προέλευση του γάμου· ένα προϊόν της ανθρώπινης μοίρας που ενορχηστρώνεται και διευθετείται από τον Δημιουργό». Από τον λόγο του Θεού, η Τζινγιού κατάλαβε αληθινά ότι ο γάμος και η οικογένειά της είχαν ρυθμιστεί σχολαστικά και είχαν προκαθοριστεί από τον Θεό. Η Τζινγιού πίστευε αρχικά ότι αναγκάστηκε να παντρευτεί τον Τζούνζε λόγω των μελών της οικογένειάς της. Τώρα όμως καταλάβαινε ότι ο γάμος τους οφείλονταν σε μια κοινή αποστολή και μια σχετική μοίρα. Ταυτόχρονα, ένιωθε επίσης ότι σε μια τέτοια ρύθμιση υπήρχε και η καλή θέληση του Θεού. Αν και δεν αγαπούσε τον Τζούνζε, εκείνος τη φρόντιζε με όλη του την καρδιά και την ψυχή. Σε μια τόσο κακή και εκφυλισμένη εποχή, τον αντιμετώπιζε τόσο άσχημα, ενώ εκείνος δεν την πρόδιδε αλλά, αντίθετα, τη φρόντιζε με μεγάλη προσοχή και δεν της ζητούσε καν να κάνει καμιά δουλειά του σπιτιού. Η Τζινγιού συνειδητοποίησε ότι δεν μπορούσε να βγάλει άκρη. Προσπαθούσε πάντοτε να απορρίπτει τις ενορχηστρώσεις και τις ρυθμίσεις του Θεού, κάτι το οποίο όχι μόνο προκαλούσε πόνο σ' εκείνη, αλλά και έβλαπτε τον Τζούνζε και την οικογένειά τους. Και ποτέ δεν σκεφτόταν τον πόνο και τα συναισθήματα του Τζούνζε. Η Τζινγιού αισθάνθηκε ντροπή και άβολα επειδή πλήγωνε τον άνθρωπο που την αγαπούσε βαθιά.
Αργότερα, η Τζινγιού σταμάτησε πια να πίνει. Επίσης, σταμάτησε να παίρνει τις στενές φίλες της σπίτι για να μειώνει τον Τζούνζε. Αντ' αυτού, προσπάθησε να τον αποδεχθεί. Στην καθημερινή ζωή, όταν μιλούσε με τον Τζούνζε, δεν έπραττε σαν να είχε καταπιεί πυρίτιδα, όπως προηγουμένως, αλλά μπορούσε αντίθετα να μιλά ήρεμα μαζί του, να κάνει παραχωρήσεις και να του δείχνει κάπως ότι τον νοιάζεται. Όταν η Τζινγιού διαπίστωσε ότι άλλαζε, εκείνος δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στην αλλαγή της για ένα διάστημα. Δεν περίμενε ότι η σύζυγός του θα άλλαζε τόσο πολύ. Ήταν πολύ χαρούμενος. Λίγο-λίγο, το σπίτι τους δεν ήταν πλέον σε «ψυχροπολεμική» κατάσταση και υπήρχε κάποια ζεστασιά και αρμονία. Ακόμη κι έτσι, μερικές φορές η Τζινγιού ένιωθε και πάλι ντροπή όταν σκεφτόταν τον Τάο. Αργότερα, η Τζινγιού ήλθε τυχαία σε επαφή με τον Τάο και έμαθε ότι είχε παντρευτεί κι είχε τώρα μια κόρη. Η Τζινγιού ένιωσε ανακούφιση όταν έμαθε ότι ζούσε καλά.
Αργότερα, η Τζινγιού κήρυξε το Ευαγγέλιο του Θεού στον Τζούνζε και τον Τάο, ελπίζοντας ότι κι οι δύο θα μπορούσαν να αποδεχτούν τη σωτηρία του Θεού. Ο Τάο όμως έλεγε πάντοτε ότι είναι πολύ απασχολημένος για να παρευρεθεί σε συναντήσεις, κάτι που σήμαινε ότι δεν ήθελε να πιστέψει στον Θεό ειλικρινά. Κάποτε, ο Τάο είπε ότι θα πήγαινε να δουλέψει στην πόλη της Τζινγιού και ήθελε να έχει εξωσυζυγική σχέση μαζί της. Όταν αυτή σκέφτηκε ότι ήταν πιστή του Θεού και ότι ο Θεός μισεί και αντιπαθεί περισσότερο από κάθε τι άλλο την απερισκεψία, η Τζινγιού τού αρνήθηκε σθεναρά, λέγοντας: «Με τίποτα. Κι οι δύο έχουμε την οικογένειά μας. Δεν πρέπει να το κάνουμε αυτό!» Όμως ο Τάο είπε: «Τώρα ποιος νοιάζεται γι' αυτό; Δεν το κάνουν όλοι αυτήν την εποχή; Τι ανόητη που είσαι. Γιατί να μην αδράξουμε την ευκαιρία και να το χαρούμε, αφού η ζωή είναι μικρή;» Τα λόγια του Τάο απογοήτευσαν βαθιά την Τζινγιού. Δεν περίμενε ο Τάο να μην σέβεται καθόλου τον γάμο. Σκέφτηκε ότι αν είχε παντρευτεί τον Τάο, πώς θα μπορούσε να τη φροντίζει με όλη του την καρδιά και την ψυχή εφόσον ζούσε σύμφωνα με την άποψη «Γιατί να μην αδράξουμε την ευκαιρία και να το χαρούμε, αφού η ζωή είναι μικρή;» Η Τζινγιού αισθάνθηκε τυχερή που δεν παντρεύτηκε τον Τάο. Έκτοτε, η Τζινγιού δεν διατήρησε επαφή μαζί του. Όταν ο Τζούνζε αποδέχθηκε το έργο του Θεού, αναζήτησε επιμελώς την αλήθεια. Συχνά έκανε πράξη την πνευματική αφοσίωση και διάβαζε τον λόγο του Θεού μαζί με την Τζινγιού. Και οι δύο υποστήριζαν ο ένας τον άλλον. Όταν συναντούσαν κάτι, μπορούσαν να ανοίγονται στη συναναστροφή και στη συνέχεια να κάνουν πράξη τον λόγο του Θεού. Έπειτα, η Τζινγιού υπηρέτησε ως ηγέτης στην εκκλησία και ο Τζούνζε τη στήριξε πάρα πολύ. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα και δεν υπήρχε πια παρεξήγηση μεταξύ τους.
Μια νύχτα, η Τζινγιού και ο Τζούνζε διάβασαν μαζί ένα απόσπασμα του λόγου του Θεού: «Όταν κάποιος δεν έχει Θεό, όταν δεν μπορεί να Τον δει, όταν δεν μπορεί να αναγνωρίσει ξεκάθαρα την κυριαρχία του Θεού, τότε κάθε μέρα είναι ανούσια, άνευ αξίας και θλιβερή. Όπου κι αν βρίσκεται κάποιος και όποια κι αν είναι η δουλειά του, τα μέσα διαβίωσής του και η επιδίωξη των στόχων του δεν του φέρνουν τίποτε άλλο παρά ατέρμονη συντριπτική θλίψη και μαρτύριο που δεν υποχωρεί, σε βαθμό που δεν αντέχει να κοιτάξει πίσω. Μόνο όταν κάποιος αποδεχθεί την κυριαρχία του Δημιουργού, υποταχθεί στις ενορχηστρώσεις και τις διευθετήσεις Του, και αναζητήσει την πραγματική ανθρώπινη ζωή, θα απελευθερωθεί, σταδιακά, από όλη τη συντριπτική θλίψη και το μαρτύριο, και θα απαλλαγεί από όλη την κενότητα της ζωής». «Μερικοί άνθρωποι μπορεί να μην έχουν συνειδητοποιήσει αυτά τα πράγματα. Ωστόσο, όταν γνωρίζεις πραγματικά, όταν αναγνωρίζεις πραγματικά πως ο Θεός έχει κυριαρχία πάνω στην ανθρώπινη μοίρα, όταν κατανοείς πραγματικά πως όλα όσα ο Θεός έχει σχεδιάσει και αποφασίσει για σένα είναι μεγάλο όφελος και μεγάλη προστασία, τότε νιώθεις να απαλύνεται σταδιακά ο πόνος σου και γίνεσαι ολόκληρος χαλαρός, ελεύθερος και απελευθερωμένος». Αφού διάβασε τον λόγο του Θεού, η Τζινγιού είπε στον Τζούνζε: «Ο γάμος μας ρυθμίστηκε σχολαστικά από τον Θεό. Όμως δεν ήξερα την κυριαρχία του Θεού, και στο παρελθόν δεν αντιλαμβανόμουν ποτέ το θετικό θέλημα του Θεού, κάτι το οποίο όχι μόνο μου προξενούσε πόνο, αλλά έβλαπτε και σένα. Δόξα τω Θεώ που μας απάλλαξε από τον πόνο. Ίσως να είχαμε πάρει διαζύγιο εάν δεν πιστεύαμε στον Θεό». Ο Τζούνζε είπε: «Ναι! Δόξα τω Θεώ για τη σωτηρία μας. Όλα βρίσκονται υπό την κυριαρχία Του. Αν ο Θεός δεν είχε ρυθμίσει τη ζωή μας έτσι, δεν θα είχαμε έλθει ενώπιόν Του. Αυτό που ρύθμισε ο Θεός για μας είναι το καλύτερο. Από τώρα και στο εξής, πρέπει να αναζητούμε την αλήθεια και να λατρεύουμε τον Θεό σωστά!» Προτού η Τζινγιού απαντήσει στα λόγια του, μπήκε μέσα ο γιος τους, λέγοντας: «Μαμά, μπαμπά, επιτέλους τα βρήκατε». Τότε η Τζινγιού και ο Τζούνζε κοίταξαν ο ένας τον άλλο και άρχισαν να γελάνε ...
Από την Αϊζίν, Γερμανία
★*。:゚*☆*゚:。:*★*。:゚*☆*゚:。:*★*。:゚*☆*゚:。:*★*。:゚*☆
Προτεινόμενα: Ο γάμος δεν με προβλημάτιζε πια (Ι)